- διέξοδος
- 1327 διέξοδος{сущ., 1}1. выход, проход, путь;2. перекресток, распутье (Мф. 22:9).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
διέξοδος — outlet fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη … Dictionary of Greek
διέξοδος — η 1. δίοδος, μέρος από το οποίο μπορεί κανείς να βγει: Ζει σ’ ένα δρόμο χωρίς διέξοδο. 2. μτφ., τρόπος ή μέσο διαφυγής, σωτηρίας: Δεν μπορούσε να βρει διέξοδο στο οικονομικό του πρόβλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεξόδοιν — διέξοδος outlet fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδοις — διέξοδος outlet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδοισι — διέξοδος outlet fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδοισιν — διέξοδος outlet fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδου — διέξοδος outlet fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδους — διέξοδος outlet fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδων — διέξοδος outlet fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδῳ — διέξοδος outlet fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)